Translation meaning & definition of the word "helping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βοήθεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Helping
[Βοηθώντας]/hɛlpɪŋ/
noun
1. An individual quantity of food or drink taken as part of a meal
- "The helpings were all small"
- "His portion was larger than hers"
- "There's enough for two servings each"
- synonym:
- helping ,
- portion ,
- serving
1. Ατομική ποσότητα τροφίμων ή ποτών που λαμβάνονται ως μέρος ενός γεύματος
- "Οι βοήθειες ήταν όλες μικρές"
- "Η μερίδα του ήταν μεγαλύτερη από τη δική της"
- "Υπάρχει αρκετό για δύο μερίδες το καθένα"
- συνώνυμο:
- βοηθώντας ,
- μερίδα ,
- σερβίρισμα
Examples of using
I felt dirty after helping him.
Ένιωσα βρώμικη αφού τον βοήθησα.
Is he planning on helping us?
Σκοπεύει να μας βοηθήσει?
Would you like another helping of potatoes?
Θα θέλατε να βοηθήσετε ακόμα μια πατάτα?