Translation meaning & definition of the word "helper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βοήθεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Helper
[Βοηθός]/hɛlpər/
noun
1. A person who contributes to the fulfillment of a need or furtherance of an effort or purpose
- "My invaluable assistant"
- "They hired additional help to finish the work"
- synonym:
- assistant ,
- helper ,
- help ,
- supporter
1. Ένα άτομο που συμβάλλει στην εκπλήρωση μιας ανάγκης ή προώθησης μιας προσπάθειας ή σκοπού
- "Ο ανεκτίμητος βοηθός μου"
- "Προσέλαβαν επιπλέον βοήθεια για να ολοκληρώσουν την εργασία"
- συνώνυμο:
- βοηθός ,
- βοηθά ,
- υποστηρικτής
2. A person who helps people or institutions (especially with financial help)
- synonym:
- benefactor ,
- helper
2. Ένα άτομο που βοηθά τους ανθρώπους ή τα ιδρύματα (ειδικά με οικονομική βοήθεια)
- συνώνυμο:
- ευεργέτησ ,
- βοηθός