Translation meaning & definition of the word "helmet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βοήθημα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Helmet
[Κράνος]/hɛlmət/
noun
1. Armor plate that protects the head
- synonym:
- helmet
1. Πλάκα πανοπλίας που προστατεύει το κεφάλι
- συνώνυμο:
- κράνος
2. A protective headgear made of hard material to resist blows
- synonym:
- helmet
2. Ένα προστατευτικό κάλυμμα κεφαλής από σκληρό υλικό για να αντισταθεί στα χτυπήματα
- συνώνυμο:
- κράνος
Examples of using
What size helmet do you wear?
Τι μέγεθος κράνος φοράτε?
Law is the safest helmet.
Ο νόμος είναι το ασφαλέστερο κράνος.