Translation meaning & definition of the word "helm" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βοήθεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Helm
[Χελμ]/hɛlm/
noun
1. Steering mechanism for a vessel
- A mechanical device by which a vessel is steered
- synonym:
- helm
1. Μηχανισμός διεύθυνσης για σκάφος
- Μια μηχανική συσκευή με την οποία ένα σκάφος κατευθύνεται
- συνώνυμο:
- τιμόνι
2. A position of leadership
- "The president is at the helm of the ship of state"
- synonym:
- helm
2. Θέση ηγεσίας
- "Ο πρόεδρος βρίσκεται στο τιμόνι του κρατικού πλοίου"
- συνώνυμο:
- τιμόνι
verb
1. Be at or take the helm of
- "Helm the ship"
- synonym:
- helm
1. Να είστε ή να πάρετε το τιμόνι του
- "Βοηθήστε το πλοίο"
- συνώνυμο:
- τιμόνι