Translation meaning & definition of the word "heller" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ληστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heller
[Κόλαση]/hɛlər/
noun
1. 100 halers equal 1 koruna slovakia
- synonym:
- haler ,
- heller
1. 100 άλματα ίσα 1 κορώνα σλοβακία
- συνώνυμο:
- αλογονερό ,
- κόλαση
2. 100 halers equal 1 koruna in czech republic
- synonym:
- haler ,
- heller
2. 100 άλματα ισούνται με 1 κορώνα στην τσεχία
- συνώνυμο:
- αλογονερό ,
- κόλαση
3. United states novelist whose best known work was a black comedy inspired by his experiences in the air force during world war ii (1923-1999)
- synonym:
- Heller ,
- Joseph Heller
3. Μυθιστοριογράφος των ηνωμένων πολιτειών της οποίας το πιο γνωστό έργο ήταν μια μαύρη κωμωδία εμπνευσμένη από τις εμπειρίες του στην πολεμική
- συνώνυμο:
- Κόλαση ,
- Τζόζεφ Χέλερ
4. A rowdy or mischievous person (usually a young man)
- "He chased the young hellions out of his yard"
- synonym:
- hellion ,
- heller ,
- devil
4. Ένα θορυβώδες ή άτακτο άτομο (συνήθως ένα νεαρό άν)
- "Κυνήγησε τις νεαρές κολάσεις έξω από την αυλή του"
- συνώνυμο:
- κόλλιον ,
- κόλαση ,
- διάβολος