Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "hell" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κόλυφος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Hell

[Κόλαση]
/hɛl/

noun

1. Any place of pain and turmoil

  • "The hell of battle"
  • "The inferno of the engine room"
  • "When you're alone christmas is the pits"
    synonym:
  • hell
  • ,
  • hell on earth
  • ,
  • hellhole
  • ,
  • snake pit
  • ,
  • the pits
  • ,
  • inferno

1. Κάθε τόπος πόνου και αναταραχής

  • "Η κόλαση της μάχης"
  • "Η κόλαση του μηχανοστασίου"
  • "Όταν είσαι μόνος, τα χριστούγεννα είναι οι λάκκοι"
    συνώνυμο:
  • κόλαση
  • ,
  • κόλαση στη γη
  • ,
  • λάκκο φιδιού
  • ,
  • οι λάκκοι

2. A cause of difficulty and suffering

  • "War is hell"
  • "Go to blazes"
    synonym:
  • hell
  • ,
  • blaze

2. Αιτία δυσκολίας και πόνου

  • "Ο πόλεμος είναι κόλαση"
  • "Πηγαίνετε στις φλόγες"
    συνώνυμο:
  • κόλαση
  • ,
  • φλόγα

3. (christianity) the abode of satan and the forces of evil

  • Where sinners suffer eternal punishment
  • "Hurl'd headlong...to bottomless perdition, there to dwell"- john milton
  • "A demon from the depths of the pit"
  • "Hell is paved with good intentions"-dr. johnson
    synonym:
  • Hell
  • ,
  • perdition
  • ,
  • Inferno
  • ,
  • infernal region
  • ,
  • nether region
  • ,
  • pit

3. (χριστιανισμός) η κατοικία του σατανά και οι δυνάμεις του κακού

  • Όπου οι αμαρτωλοί υποφέρουν από αιώνια τιμωρία
  • "Ο χίλαρντ...στην απύθμενη απώλεια, εκεί για να κατοικήσει" - τζον μίλτον
  • "Ένας δαίμονας από τα βάθη του λάκκου"
  • "Η καλλιέργεια είναι στρωμένη με καλές προθέσεις"-δρ. τζόνσον
    συνώνυμο:
  • Κόλαση
  • ,
  • περιφρόνηση
  • ,
  • περιοχή κόλασης
  • ,
  • περιοχή του δικτύου
  • ,
  • λάκκο

4. (religion) the world of the dead

  • "No one goes to hades with all his immense wealth"-theognis
    synonym:
  • Hell
  • ,
  • Hades
  • ,
  • infernal region
  • ,
  • netherworld
  • ,
  • Scheol
  • ,
  • underworld

4. (ρελιγκιον) ο κόσμος των νεκρών

  • "Κανείς δεν πηγαίνει στον άδη με όλο τον τεράστιο πλούτο του"-θεόνης
    συνώνυμο:
  • Κόλαση
  • ,
  • Άδης
  • ,
  • περιοχή κόλασης
  • ,
  • νεότεροσ
  • ,
  • Σεόλ
  • ,
  • κάτω κόσμο

5. Violent and excited activity

  • "They began to fight like sin"
    synonym:
  • sin
  • ,
  • hell

5. Βίαιη και ενθουσιασμένη δραστηριότητα

  • "Αρχίζουν να πολεμούν σαν αμαρτία"
    συνώνυμο:
  • αμαρτία
  • ,
  • κόλαση

6. Noisy and unrestrained mischief

  • "Raising blazes"
    synonym:
  • hell
  • ,
  • blaze

6. Θορυβώδης και ανεξέλεγκτη αναστάτωση

  • "Αυξανόμενες πλημμύρες"
    συνώνυμο:
  • κόλαση
  • ,
  • φλόγα

Examples of using

"Ganon made man in his image, and spoke to his creations: "You are my prisoners." Wait, what the hell is this..?" "It's a book." "I know a book if I see one, Sister Ipo. What book—" "Read the book!" "You goose."
"Ο Γκανόν έκανε τον άνθρωπο στην εικόνα του, και μίλησε στις δημιουργίες του: "Είσαι οι φυλακισμένοι μου." Περίμενε, τι στο διάολο είναι αυτό..?" "Είναι ένα βιβλίο." "Ξέρω ένα βιβλίο αν δω ένα, αδελφή Ίπο. Τι βιβλίο—" "Διαβάστε το βιβλίο!" "Θερίζεις."
Do you think there's a hell?
Πιστεύεις ότι υπάρχει κόλαση?
"What the hell?! Hark, what have you done?" "Nothing yet. ...No, I have."
"Τι στο διάολο?! Χαρκ, τι έκανες?" "Τίποτα ακόμα. ...Όχι, έχω."