Translation meaning & definition of the word "heir" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κληρονόμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heir
[Χείρ]/ɛr/
noun
1. A person who is entitled by law or by the terms of a will to inherit the estate of another
- synonym:
- heir ,
- inheritor ,
- heritor
1. Πρόσωπο που δικαιούται από το νόμο ή από τους όρους της βούλησης να κληρονομήσει την περιουσία άλλου
- συνώνυμο:
- κληρονόμος ,
- κληρονόμοσ ,
- βοηθός
2. A person who inherits some title or office
- synonym:
- successor ,
- heir
2. Ένα άτομο που κληρονομεί κάποιο τίτλο ή γραφείο
- συνώνυμο:
- διάδοχος ,
- κληρονόμος
Examples of using
He died without an heir.
Πέθανε χωρίς κληρονόμο.
Tom is your heir.
Ο Τομ είναι ο κληρονόμος σου.
Turkey is the heir of Ottoman Empire.
Η Τουρκία είναι ο κληρονόμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.