Translation meaning & definition of the word "heinous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ειδεχθής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heinous
[Επιβλαβήσ]/henəs/
adjective
1. Extremely wicked, deeply criminal
- "A flagitious crime"
- "Heinous accusations"
- synonym:
- flagitious ,
- heinous
1. Εξαιρετικά κακός, βαθιά εγκληματίας
- "Ένα αποτρόπαιο έγκλημα"
- "Ειδεχθείς κατηγορίες"
- συνώνυμο:
- επιφανειακός ,
- αποτρόπαιοσ
Examples of using
Any murder is gruesome but this one was especially heinous.
Κάθε δολοφονία είναι φρικιαστική, αλλά αυτή ήταν ιδιαίτερα ειδεχθής.