Translation meaning & definition of the word "hefty" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαρύς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hefty
[Ευφυής]/hɛfti/
adjective
1. (of a person) possessing physical strength and weight
- Rugged and powerful
- "A hefty athlete"
- "A muscular boxer"
- "Powerful arms"
- synonym:
- brawny ,
- hefty ,
- muscular ,
- powerful ,
- sinewy
1. ( ενός ατόμου) που διαθέτει σωματική δύναμη και βάρος
- Τραχύς και ισχυρός
- "Ένας βαρύς αθλητής"
- "Ένας μυώδης μπόξερ"
- "Ισχυρά χέρια"
- συνώνυμο:
- πανούργοσ ,
- βαρύς ,
- μυώδης ,
- ισχυρός ,
- νευρώδησ
2. Of considerable weight and size
- "A hefty dictionary"
- synonym:
- hefty
2. Σημαντικό βάρος και μέγεθος
- "Ένα βαρύ λεξικό"
- συνώνυμο:
- βαρύς
3. Large in amount or extent or degree
- "It cost a considerable amount"
- "A goodly amount"
- "Received a hefty bonus"
- "A respectable sum"
- "A tidy sum of money"
- "A sizable fortune"
- synonym:
- goodly ,
- goodish ,
- healthy ,
- hefty ,
- respectable ,
- sizable ,
- sizeable ,
- tidy
3. Μεγάλος στο ποσό ή την έκταση ή το βαθμό
- "Στοίχισε ένα σημαντικό ποσό"
- "Καλό ποσό"
- "Λάβαμε ένα μεγάλο μπόνους"
- "Αξιοσέβαστο ποσό"
- "Ένα τακτοποιημένο χρηματικό ποσό"
- "Μια αρκετά μεγάλη τύχη"
- συνώνυμο:
- καλά ,
- καλό ,
- υγιής ,
- βαρύς ,
- σεβαστόσ ,
- αρκετά μεγάλη ,
- μεγάλο ,
- τακτοποιημένος