Translation meaning & definition of the word "heft" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αριστερά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heft
[Σταγόνα]/hɛft/
noun
1. The property of being large in mass
- synonym:
- heft ,
- heftiness ,
- massiveness ,
- ponderousness ,
- ponderosity
1. Η ιδιότητα του να είσαι μεγάλος σε μάζα
- συνώνυμο:
- πλατύφυλλο ,
- ευφυία ,
- μαζικότητα ,
- υπεροχή
verb
1. Lift or elevate
- synonym:
- heave ,
- heave up ,
- heft ,
- heft up
1. Ανύψωση ή ανύψωση
- συνώνυμο:
- υψώ ,
- υψώνω ,
- πλατύφυλλο ,
- πεταμένος
2. Test the weight of something by lifting it
- synonym:
- heft
2. Δοκιμάστε το βάρος κάτι σηκώνοντάς το
- συνώνυμο:
- πλατύφυλλο