Translation meaning & definition of the word "hedonistic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εδωνισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hedonistic
[Ηδονιστικόσ]/hidənɪstɪk/
adjective
1. Devoted to pleasure
- "A hedonic thrill"
- "Lives of unending hedonistic delight"
- "Epicurean pleasures"
- synonym:
- hedonic ,
- hedonistic ,
- epicurean
1. Αφιερωμένο στην ευχαρίστηση
- "Ηδονική συγκίνηση"
- "Ζωές ατέλειωτης ηδονιστικής απόλαυσης"
- "Επικούρειες απολαύσεις"
- συνώνυμο:
- ηδονικό ,
- ηδονιστικόσ ,
- επικούρειο