Translation meaning & definition of the word "hedging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "είσοδος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hedging
[Αποτροπή]/hɛʤɪŋ/
noun
1. Any technique designed to reduce or eliminate financial risk
- For example, taking two positions that will offset each other if prices change
- synonym:
- hedge ,
- hedging
1. Οποιαδήποτε τεχνική που έχει σχεδιαστεί για να μειώσει ή να εξαλείψει τον οικονομικό κίνδυνο
- Για παράδειγμα, λαμβάνοντας δύο θέσεις που θα αντισταθμίσουν η μία την άλλη εάν αλλάξουν οι τιμές
- συνώνυμο:
- αντιστάθμιση
2. An intentionally noncommittal or ambiguous statement
- "When you say `maybe' you are just hedging"
- synonym:
- hedge ,
- hedging
2. Μια σκόπιμα μη δεσμευτική ή διφορούμενη δήλωση
- "Όταν λες `ίσως είσαι απλά αντισταθμιστής"
- συνώνυμο:
- αντιστάθμιση