Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "hedge" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεξίωση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Hedge

[Σκαρφαλώνω]
/hɛʤ/

noun

1. A fence formed by a row of closely planted shrubs or bushes

    synonym:
  • hedge
  • ,
  • hedgerow

1. Ένας φράκτης που σχηματίζεται από μια σειρά από στενά φυτεμένους θάμνους ή θάμνους

    συνώνυμο:
  • αντιστάθμιση
  • ,
  • φράκτορασ

2. Any technique designed to reduce or eliminate financial risk

  • For example, taking two positions that will offset each other if prices change
    synonym:
  • hedge
  • ,
  • hedging

2. Οποιαδήποτε τεχνική που έχει σχεδιαστεί για να μειώσει ή να εξαλείψει τον οικονομικό κίνδυνο

  • Για παράδειγμα, λαμβάνοντας δύο θέσεις που θα αντισταθμίσουν η μία την άλλη εάν αλλάξουν οι τιμές
    συνώνυμο:
  • αντιστάθμιση

3. An intentionally noncommittal or ambiguous statement

  • "When you say `maybe' you are just hedging"
    synonym:
  • hedge
  • ,
  • hedging

3. Μια σκόπιμα μη δεσμευτική ή διφορούμενη δήλωση

  • "Όταν λες `ίσως είσαι απλά αντισταθμιστής"
    συνώνυμο:
  • αντιστάθμιση

verb

1. Avoid or try to avoid fulfilling, answering, or performing (duties, questions, or issues)

  • "He dodged the issue"
  • "She skirted the problem"
  • "They tend to evade their responsibilities"
  • "He evaded the questions skillfully"
    synonym:
  • hedge
  • ,
  • fudge
  • ,
  • evade
  • ,
  • put off
  • ,
  • circumvent
  • ,
  • parry
  • ,
  • elude
  • ,
  • skirt
  • ,
  • dodge
  • ,
  • duck
  • ,
  • sidestep

1. Αποφύγετε ή προσπαθήστε να αποφύγετε την εκπλήρωση, την απάντηση ή την εκτέλεση (καθηγητών, ερωτήσεων ή θεμάτων)

  • "Απέφυγε το θέμα"
  • "Απέφυγε το πρόβλημα"
  • "Τείνουν να αποφεύγουν τις ευθύνες τους"
  • "Απέφυγε τις ερωτήσεις επιδέξια"
    συνώνυμο:
  • αντιστάθμιση
  • ,
  • φουντίγκα
  • ,
  • αποφεύγω
  • ,
  • απογειώνομαι
  • ,
  • παράκαμψη
  • ,
  • παραπλεύρωση
  • ,
  • διαφεύγω
  • ,
  • φούστα
  • ,
  • πάπια
  • ,
  • παρακάτω

2. Hinder or restrict with or as if with a hedge

  • "The animals were hedged in"
    synonym:
  • hedge

2. Παρεμπόδιση ή περιορισμός με ή σαν με ένα φράκτη

  • "Τα ζώα αντισταθμίστηκαν"
    συνώνυμο:
  • αντιστάθμιση

3. Enclose or bound in with or as it with a hedge or hedges

  • "Hedge the property"
    synonym:
  • hedge
  • ,
  • hedge in

3. Περικλείει ή δεσμεύεται με ή όπως αυτό με έναν φράκτη ή φράκτες

  • "Αφήστε την ιδιοκτησία"
    συνώνυμο:
  • αντιστάθμιση
  • ,
  • αντισταθμίζω

4. Minimize loss or risk

  • "Diversify your financial portfolio to hedge price risks"
  • "Hedge your bets"
    synonym:
  • hedge

4. Ελαχιστοποιήστε την απώλεια ή τον κίνδυνο

  • "Διαφοροποιήστε το χρηματοπιστωτικό σας χαρτοφυλάκιο για να αντισταθμίσετε τους κινδύνους των τιμών"
  • "Παραδώστε τα στοιχήματά σας"
    συνώνυμο:
  • αντιστάθμιση

Examples of using

He jumped over the hedge.
Πήδηξε πάνω από το φράκτη.