Translation meaning & definition of the word "heavyweight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαρύ βάρος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heavyweight
[Βαρέων]/hɛviwet/
noun
1. An amateur boxer who weighs no more than 201 pounds
- synonym:
- heavyweight
1. Ένας ερασιτέχνης μπόξερ που ζυγίζει όχι περισσότερο από 201 κιλά
- συνώνυμο:
- βαρέων βαρών
2. A wrestler who weighs more than 214 pounds
- synonym:
- heavyweight
2. Ένας παλαιστής που ζυγίζει περισσότερα από 214 κιλά
- συνώνυμο:
- βαρέων βαρών
3. A professional boxer who weighs more than 190 pounds
- synonym:
- heavyweight
3. Ένας επαγγελματίας μπόξερ που ζυγίζει περισσότερα από 190 κιλά
- συνώνυμο:
- βαρέων βαρών
4. A very large person
- Impressive in size or qualities
- synonym:
- giant ,
- hulk ,
- heavyweight ,
- whale
4. Ένα πολύ μεγάλο άτομο
- Εντυπωσιακό σε μέγεθος ή ιδιότητες
- συνώνυμο:
- γίγαντας ,
- χουλκ ,
- βαρέων βαρών ,
- φάλαινα
5. A person of exceptional importance and reputation
- synonym:
- colossus ,
- behemoth ,
- giant ,
- heavyweight ,
- titan
5. Ένα άτομο εξαιρετικής σημασίας και φήμης
- συνώνυμο:
- κολοσσός ,
- μεγαθήριο ,
- γίγαντας ,
- βαρέων βαρών ,
- τιτάν