Translation meaning & definition of the word "heavy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βαρύ" στην ελληνική γλώσσα
Heavy
[Βαρύς]noun
1. An actor who plays villainous roles
- synonym:
- heavy
1. Ένας ηθοποιός που παίζει κακούς ρόλους
- συνώνυμο:
- βαρύς
2. A serious (or tragic) role in a play
- synonym:
- heavy
2. Ένας σοβαρός (ορ τραγικός) ρόλος σε ένα παιχνίδι
- συνώνυμο:
- βαρύς
adjective
1. Of comparatively great physical weight or density
- "A heavy load"
- "Lead is a heavy metal"
- "Heavy mahogany furniture"
- synonym:
- heavy
1. Συγκριτικά μεγάλο σωματικό βάρος ή πυκνότητα
- "Ένα βαρύ φορτίο"
- "Το μονόπανο είναι βαρύ μέταλλο"
- "Βαριά έπιπλα μαόνι"
- συνώνυμο:
- βαρύς
2. Unusually great in degree or quantity or number
- "Heavy taxes"
- "A heavy fine"
- "Heavy casualties"
- "Heavy losses"
- "Heavy rain"
- "Heavy traffic"
- synonym:
- heavy
2. Ασυνήθιστα μεγάλος στο βαθμό ή την ποσότητα ή τον αριθμό
- "Βαρείς φόροι"
- "Βαρύ πρόστιμο"
- "Βαριά θύματα"
- "Βαριές απώλειες"
- "Βαριά βροχή"
- "Βαριά κυκλοφορία"
- συνώνυμο:
- βαρύς
3. Of the military or industry
- Using (or being) the heaviest and most powerful armaments or weapons or equipment
- "Heavy artillery"
- "Heavy infantry"
- "A heavy cruiser"
- "Heavy guns"
- "Heavy industry involves large-scale production of basic products (such as steel) used by other industries"
- synonym:
- heavy
3. Του στρατού ή της βιομηχανίας
- Χρησιμοποιώντας το ( είναι το βαρύτερο και ισχυρότερο οπλισμό ή όπλα ή εξοπλισμό
- "Βαρύ πυροβολικό"
- "Βαρύ πεζικό"
- "Ένα βαρύ καταδρομικό"
- "Βαριά όπλα"
- "Η βαριά βιομηχανία περιλαμβάνει μεγάλης κλίμακας παραγωγή βασικών προϊόντων (όπως χάλυβα) που χρησιμοποιούνται από άλλους κλάδους"
- συνώνυμο:
- βαρύς
4. Marked by great psychological weight
- Weighted down especially with sadness or troubles or weariness
- "A heavy heart"
- "A heavy schedule"
- "Heavy news"
- "A heavy silence"
- "Heavy eyelids"
- synonym:
- heavy
4. Χαρακτηρίζεται από μεγάλο ψυχολογικό βάρος
- Σταθμίζεται ειδικά με θλίψη ή προβλήματα ή κούραση
- "Βαριά καρδιά"
- "Βαρύ πρόγραμμα"
- "Βαριά νέα"
- "Βαριά σιωπή"
- "Βαριά βλέφαρα"
- συνώνυμο:
- βαρύς
5. Usually describes a large person who is fat but has a large frame to carry it
- synonym:
- fleshy ,
- heavy ,
- overweight
5. Συνήθως περιγράφει ένα μεγάλο άτομο που είναι λίπος, αλλά έχει ένα μεγάλο πλαίσιο για να το μεταφέρει
- συνώνυμο:
- σαρκώδης ,
- βαρύς ,
- υπέρβαρος
6. (used of soil) compact and fine-grained
- "The clayey soil was heavy and easily saturated"
- synonym:
- clayey ,
- cloggy ,
- heavy
6. (χρησιμοποιείται από χώμα) συμπαγές και λεπτόκοκκο
- "Το χώμα από πηλό ήταν βαρύ και εύκολα κορεσμένο"
- συνώνυμο:
- πήλινα ,
- φράγκινγκ ,
- βαρύς
7. Darkened by clouds
- "A heavy sky"
- synonym:
- heavy ,
- lowering ,
- sullen ,
- threatening
7. Σκοτεινιάζει από τα σύννεφα
- "Βαρύς ουρανός"
- συνώνυμο:
- βαρύς ,
- μείωση ,
- νανούρισμα ,
- απειλητικός
8. Of great intensity or power or force
- "A heavy blow"
- "The fighting was heavy"
- "Heavy seas"
- synonym:
- heavy
8. Μεγάλης έντασης ή δύναμης ή δύναμης
- "Ένα βαρύ χτύπημα"
- "Η μάχη ήταν βαριά"
- "Βαριές θάλασσες"
- συνώνυμο:
- βαρύς
9. (physics, chemistry) being or containing an isotope with greater than average atomic mass or weight
- "Heavy hydrogen"
- "Heavy water"
- synonym:
- heavy
9. (φυσική, χημεία) είναι ή περιέχει ένα ισότοπο με μεγαλύτερη από το μέσο όρο ατομικής μάζας ή βάρους
- "Βαρύ υδρογόνο"
- "Βαρύ νερό"
- συνώνυμο:
- βαρύς
10. (of an actor or role) being or playing the villain
- "Iago is the heavy role in `othello'"
- synonym:
- heavy
10. ( ενός ηθοποιού ή ρόλου) είναι ή παίζει τον κακοποιό
- "Το ιάγο είναι ο βαρύς ρόλος στο `οθέλλο'"
- συνώνυμο:
- βαρύς
11. Permitting little if any light to pass through because of denseness of matter
- "Dense smoke"
- "Heavy fog"
- "Impenetrable gloom"
- synonym:
- dense ,
- heavy ,
- impenetrable
11. Επιτρέποντας λίγο αν κάποιο φως να περάσει μέσα από την πυκνότητα της ύλης
- "Πυκνός καπνός"
- "Βαριά ομίχλη"
- "Αδιπέραστη σκοτεινιά"
- συνώνυμο:
- πυκνός ,
- βαρύς ,
- αδιαπέραστοσ
12. Of relatively large extent and density
- "A heavy line"
- synonym:
- heavy
12. Σχετικά μεγάλης έκτασης και πυκνότητας
- "Βαριά γραμμή"
- συνώνυμο:
- βαρύς
13. Made of fabric having considerable thickness
- "A heavy coat"
- synonym:
- heavy
13. Κατασκευασμένο από ύφασμα με σημαντικό πάχος
- "Ένα βαρύ παλτό"
- συνώνυμο:
- βαρύς
14. Prodigious
- "Big spender"
- "Big eater"
- "Heavy investor"
- synonym:
- big(a) ,
- heavy(a)
14. Τεράστιος
- "Μεγάλος αγοραστής"
- "Μεγάλος τρώγων"
- "Βαρύς επενδυτής"
- συνώνυμο:
- μπιγκ() ,
- βαρι()
15. Full and loud and deep
- "Heavy sounds"
- "A herald chosen for his sonorous voice"
- synonym:
- heavy ,
- sonorous
15. Γεμάτο και δυνατά και βαθιά
- "Βαρείς ήχοι"
- "Ένας εραλδός που επιλέγεται για την ηχηρή φωνή του"
- συνώνυμο:
- βαρύς ,
- ηχηρόσ
16. Given to excessive indulgence of bodily appetites especially for intoxicating liquors
- "A hard drinker"
- synonym:
- intemperate ,
- hard ,
- heavy
16. Δίνεται στην υπερβολική επιείκεια των σωματικών ορέξεων ειδικά για τα μεθυστικά ποτά
- "Σκληρός πότης"
- συνώνυμο:
- ανεπιτήδευτοσ ,
- σκληρός ,
- βαρύς
17. Of great gravity or crucial import
- Requiring serious thought
- "Grave responsibilities"
- "Faced a grave decision in a time of crisis"
- "A grievous fault"
- "Heavy matters of state"
- "The weighty matters to be discussed at the peace conference"
- synonym:
- grave ,
- grievous ,
- heavy ,
- weighty
17. Μεγάλης βαρύτητας ή κρίσιμης σημασίας εισαγωγή
- Απαιτεί σοβαρή σκέψη
- "Βαριές ευθύνες"
- "Αντιμετώπισε μια σοβαρή απόφαση σε μια εποχή κρίσης"
- "Θλιβερό λάθος"
- "Βαριά θέματα κράτους"
- "Τα βαριά θέματα που πρέπει να συζητηθούν στη διάσκεψη ειρήνης"
- συνώνυμο:
- τάφος ,
- αποτρόπαιος ,
- βαρύς ,
- βαρύτητα
18. Slow and laborious because of weight
- "The heavy tread of tired troops"
- "Moved with a lumbering sag-bellied trot"
- "Ponderous prehistoric beasts"
- "A ponderous yawn"
- synonym:
- heavy ,
- lumbering ,
- ponderous
18. Αργή και επίπονη λόγω του βάρους
- "Το βαρύ πέλμα των κουρασμένων στρατευμάτων"
- "Μετακινούνται με ένα ξυλουργικό τράτευμα"
- "Υπέροχα προϊστορικά θηρία"
- "Ένα υπέροχο χασμουρητό"
- συνώνυμο:
- βαρύς ,
- ξυλεία ,
- υπερβολικός
19. Large and powerful
- Especially designed for heavy loads or rough work
- "A heavy truck"
- "Heavy machinery"
- synonym:
- heavy
19. Μεγάλο και ισχυρό
- Ειδικά σχεδιασμένος για τα βαριά φορτία ή την τραχιά εργασία
- "Ένα βαρύ φορτηγό"
- "Βαριά μηχανήματα"
- συνώνυμο:
- βαρύς
20. Dense or inadequately leavened and hence likely to cause distress in the alimentary canal
- "A heavy pudding"
- synonym:
- heavy
20. Πυκνή ή ανεπαρκώς διογκωμένη και ως εκ τούτου πιθανό να προκαλέσει δυσφορία στο διατροφικό κανάλι
- "Βαριά πουτίγκα"
- συνώνυμο:
- βαρύς
21. Sharply inclined
- "A heavy grade"
- synonym:
- heavy
21. Απότομα κεκλιμένος
- "Βαρύς βαθμός"
- συνώνυμο:
- βαρύς
22. Full of
- Bearing great weight
- "Trees heavy with fruit"
- "Vines weighed down with grapes"
- synonym:
- heavy ,
- weighed down
22. Γεμάτος
- Φέροντας μεγάλο βάρος
- "Δέντρα βαριά με φρούτα"
- "Τα κρασιά ζυγίζονται με σταφύλια"
- συνώνυμο:
- βαρύς ,
- ζυγίζω
23. Requiring or showing effort
- "Heavy breathing"
- "The subject made for labored reading"
- synonym:
- heavy ,
- labored ,
- laboured
23. Απαίτηση ή επίδειξη προσπάθειας
- "Βαριά αναπνοή"
- "Το θέμα που φτιάχτηκε για εργαστηριακή ανάγνωση"
- συνώνυμο:
- βαρύς ,
- εργαζόμενος ,
- εργαστηριακή
24. Characterized by effort to the point of exhaustion
- Especially physical effort
- "Worked their arduous way up the mining valley"
- "A grueling campaign"
- "Hard labor"
- "Heavy work"
- "Heavy going"
- "Spent many laborious hours on the project"
- "Set a punishing pace"
- synonym:
- arduous ,
- backbreaking ,
- grueling ,
- gruelling ,
- hard ,
- heavy ,
- laborious ,
- operose ,
- punishing ,
- toilsome
24. Χαρακτηρίζεται από προσπάθεια μέχρι το σημείο εξάντλησης
- Ιδιαίτερα σωματική προσπάθεια
- "Λειτούργησε τον επίπονο δρόμο τους μέχρι την κοιλάδα εξόρυξης"
- "Εξαντλητική εκστρατεία"
- "Σκληρή εργασία"
- "Βαριά δουλειά"
- "Βαριά πηγαίνει"
- "Πέρασε πολλές επίπονες ώρες στο έργο"
- "Θέστε ένα ρυθμό τιμωρίας"
- συνώνυμο:
- επίπονοσ ,
- παραπλανητικόσ ,
- εξαντλητικός ,
- εξαντλητικόσ ,
- σκληρός ,
- βαρύς ,
- λειτουργεί ,
- τιμωρία ,
- επιτήδειοσ
25. Lacking lightness or liveliness
- "Heavy humor"
- "A leaden conversation"
- synonym:
- heavy ,
- leaden
25. Έλλειψη ελαφρότητας ή ζωντάνιας
- "Βαρύ χιούμορ"
- "Μια ηγετική συζήτηση"
- συνώνυμο:
- βαρύς ,
- μολύβδησ
26. (of sleep) deep and complete
- "A heavy sleep"
- "Fell into a profound sleep"
- "A sound sleeper"
- "Deep wakeless sleep"
- synonym:
- heavy ,
- profound ,
- sound ,
- wakeless
26. ( του ύπνου) βαθιά και πλήρης
- "Βαρύς ύπνος"
- "Πέφτουν σε έναν βαθύ ύπνο"
- "Ένας κοιμώμενος ήχος"
- "Βαθύς ανεξαιρέτως ύπνος"
- συνώνυμο:
- βαρύς ,
- βαθύς ,
- ήχος ,
- ανεξαιρέτωσ
27. In an advanced stage of pregnancy
- "Was big with child"
- "Was great with child"
- synonym:
- big(p) ,
- enceinte ,
- expectant ,
- gravid ,
- great(p) ,
- large(p) ,
- heavy(p) ,
- with child(p)
27. Σε προχωρημένο στάδιο εγκυμοσύνης
- "Ήταν μεγάλο με το παιδί"
- "Ήταν υπέροχα με το παιδί"
- συνώνυμο:
- μισ()<TAG1> ,
- εντσέιντε ,
- προσδοκώμενοσ ,
- βαρυτικόσ ,
- μεγάλη()<TAG1> ,
- βα()<TAG1> ,
- με παιδί()
adverb
1. Slowly as if burdened by much weight
- "Time hung heavy on their hands"
- synonym:
- heavy ,
- heavily
1. Αργά σαν να επιβαρύνεται από πολύ βάρος
- "Χρόνος κρεμασμένος βαριά στα χέρια τους"
- συνώνυμο:
- βαρύς ,
- βαριά