Translation meaning & definition of the word "heaving" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υφαίνοντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heaving
[Υπερυψώνω]/hivɪŋ/
noun
1. An upward movement (especially a rhythmical rising and falling)
- "The heaving of waves on a rough sea"
- synonym:
- heave ,
- heaving
1. Μια ανοδική κίνηση ( ιδιαίτερα μια ρυθμική άνοδο και πτώση)
- "Η βαρύτητα των κυμάτων σε μια τραχιά θάλασσα"
- συνώνυμο:
- υψώ ,
- βαρύτητα
2. Breathing heavily (as after exertion)
- synonym:
- panting ,
- heaving
2. Αναπνοή βαριά (α μετά την άσκηση)
- συνώνυμο:
- παρατηρώ ,
- βαρύτητα
3. The act of lifting something with great effort
- synonym:
- heave ,
- heaving
3. Η πράξη της άρσης κάτι με μεγάλη προσπάθεια
- συνώνυμο:
- υψώ ,
- βαρύτητα
4. Throwing something heavy (with great effort)
- "He gave it a mighty heave"
- "He was not good at heaving passes"
- synonym:
- heave ,
- heaving
4. Ρίχνοντας κάτι βαρύ (με μεγάλη προσπάθεια)
- "Του έδωσε ένα δυνατό σωρό"
- "Δεν ήταν καλός στο να περνάει"
- συνώνυμο:
- υψώ ,
- βαρύτητα