Translation meaning & definition of the word "heavens" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βασιλεύει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heavens
[Βαρελιώνει]/hɛvənz/
noun
1. The apparent surface of the imaginary sphere on which celestial bodies appear to be projected
- synonym:
- celestial sphere ,
- sphere ,
- empyrean ,
- firmament ,
- heavens ,
- vault of heaven ,
- welkin
1. Η φαινομενική επιφάνεια της φανταστικής σφαίρας στην οποία φαίνεται να προβάλλονται τα ουράνια σώματα
- συνώνυμο:
- ουράνια σφαίρα ,
- σφαίρα ,
- εμπύρεια ,
- στερέωση ,
- ουρανοί ,
- θόλος του ουρανού ,
- ουαλκία
Examples of using
In the beginning God created the heavens and the earth.
Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τους ουρανούς και τη γη.
The heavens do not err.
Οι ουρανοί δεν σφάλλουν.
In the beginning God created the heavens and the earth.
Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τους ουρανούς και τη γη.