Translation meaning & definition of the word "heather" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "εστίαση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heather
[Χέδερ]/hɛðər/
noun
1. Common old world heath represented by many varieties
- Low evergreen grown widely in the northern hemisphere
- synonym:
- heather ,
- ling ,
- Scots heather ,
- broom ,
- Calluna vulgaris
1. Κοινό παλαιό κόσμο που αντιπροσωπεύεται από πολλές ποικιλίες
- Χαμηλό αειθαλές που καλλιεργούνται ευρέως στο βόρειο ημισφαίριο
- συνώνυμο:
- επιτήδειοσ ,
- λινγκ ,
- Σκωτσέζοι ,
- σκούπα ,
- Χυδαία καλλοπανίδα
2. Interwoven yarns of mixed colors producing muted greyish shades with flecks of color
- synonym:
- heather mixture ,
- heather
2. Διασυνδεδεμένα νήματα από μικτά χρώματα που παράγουν απαλές γκριζωπές αποχρώσεις με φλοιούς χρώματος
- συνώνυμο:
- μείγμα από αυτό ,
- επιτήδειοσ