Translation meaning & definition of the word "heartthrob" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "χαιρόμπ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heartthrob
[Καρδιακό]/hɑrtθrɑb/
noun
1. An object of infatuation
- synonym:
- heartthrob
1. Ένα αντικείμενο της απάτης
- συνώνυμο:
- παλαίμπουρα