Translation meaning & definition of the word "heartily" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρδιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heartily
[Καρδιακά]/hɑrtəli/
adverb
1. With gusto and without reservation
- "The boy threw himself heartily into his work"
- synonym:
- heartily
1. Με γυστό και χωρίς κράτηση
- "Το αγόρι έριξε τον εαυτό του στη δουλειά του"
- συνώνυμο:
- εγκάρδια
2. In a hearty manner
- "`yes,' the children chorused heartily"
- "We welcomed her warmly"
- synonym:
- heartily ,
- cordially ,
- warmly
2. Με έναν πλούσιο τρόπο
- "Ναι, τα παιδιά χορωδίασαν εγκάρδια"
- "Την καλωσορίσαμε θερμά"
- συνώνυμο:
- εγκάρδια ,
- θερμά