Translation meaning & definition of the word "heartburn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καούρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heartburn
[Καούρα]/hɑrtbərn/
noun
1. A painful burning sensation in the chest caused by gastroesophageal reflux (backflow from the stomach irritating the esophagus)
- Symptomatic of an ulcer or a diaphragmatic hernia or other disorder
- synonym:
- heartburn ,
- pyrosis
1. Μια οδυνηρή αίσθηση καψίματος στο στήθος που προκαλείται από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (-ροή από το στομάχι που ερεθίζει τον οισοφάγο
- Συμπτώματα έλκους ή διαφραγματικής κήλης ή άλλης διαταραχής
- συνώνυμο:
- καούρα ,
- πυρετώδησ