Translation meaning & definition of the word "heartbreaking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρδιαγγειακό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heartbreaking
[Σπαρακτικόσ]/hɑrtbrekɪŋ/
adjective
1. Causing or marked by grief or anguish
- "A grievous loss"
- "A grievous cry"
- "Her sigh was heartbreaking"
- "The heartrending words of rabin's granddaughter"
- synonym:
- grievous ,
- heartbreaking ,
- heartrending
1. Προκαλώντας ή χαρακτηρίζεται από θλίψη ή αγωνία
- "Θλιβερή απώλεια"
- "Θλιβερή κραυγή"
- "Ο στεναγμός της ήταν σπαρακτικός"
- "Τα τεράστια λόγια της εγγονής του ράμπιν"
- συνώνυμο:
- αποτρόπαιος ,
- σπαρακτικόσ ,
- αναβαθμισμένη
Examples of using
It was a heartbreaking story.
Ήταν μια σπαρακτική ιστορία.