Translation meaning & definition of the word "heartache" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρδιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heartache
[Καρδιακό]/hɑrtek/
noun
1. Intense sorrow caused by loss of a loved one (especially by death)
- synonym:
- grief ,
- heartache ,
- heartbreak ,
- brokenheartedness
1. Έντονη θλίψη που προκαλείται από την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου (ειδικά από το θάνατο)
- συνώνυμο:
- θλίψη ,
- παραπονιάρησ ,
- παρακαμπτήριοσ ,
- απερίσκεπτο