Translation meaning & definition of the word "heart" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καρδιά" στην ελληνική γλώσσα
Heart
[Καρδιά]noun
1. The locus of feelings and intuitions
- "In your heart you know it is true"
- "Her story would melt your bosom"
- synonym:
- heart ,
- bosom
1. Οι τόποι των συναισθημάτων και της διαίσθησης
- "Στην καρδιά σου ξέρεις ότι είναι αλήθεια"
- "Η ιστορία της θα λιώσει το στήθος σου"
- συνώνυμο:
- καρδιά ,
- βόσομαι
2. The hollow muscular organ located behind the sternum and between the lungs
- Its rhythmic contractions move the blood through the body
- "He stood still, his heart thumping wildly"
- synonym:
- heart ,
- pump ,
- ticker
2. Το κοίλο μυϊκό όργανο που βρίσκεται πίσω από το στέρνο και μεταξύ των πνευμόνων
- Οι ρυθμικές συσπάσεις του κινούν το αίμα μέσω του σώματος
- "Στάθηκε ακίνητος, η καρδιά του χτυπούσε άγρια"
- συνώνυμο:
- καρδιά ,
- αντλία ,
- τσιμπούρι
3. The courage to carry on
- "He kept fighting on pure spunk"
- "You haven't got the heart for baseball"
- synonym:
- heart ,
- mettle ,
- nerve ,
- spunk
3. Το θάρρος να συνεχίσουμε
- "Συνέχισε να αγωνίζεται σε καθαρά κομμάτια"
- "Δεν έχετε την καρδιά για το μπέιζμπολ"
- συνώνυμο:
- καρδιά ,
- μετρητήσ ,
- νεύρο ,
- αποσπώ
4. An area that is approximately central within some larger region
- "It is in the center of town"
- "They ran forward into the heart of the struggle"
- "They were in the eye of the storm"
- synonym:
- center ,
- centre ,
- middle ,
- heart ,
- eye
4. Μια περιοχή που είναι περίπου κεντρική σε κάποια μεγαλύτερη περιοχή
- "Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης"
- "Έτρεξαν μπροστά στην καρδιά του αγώνα"
- "Ήταν στο μάτι της καταιγίδας"
- συνώνυμο:
- κέντρο ,
- μεσαίος ,
- καρδιά ,
- μάτι
5. The choicest or most essential or most vital part of some idea or experience
- "The gist of the prosecutor's argument"
- "The heart and soul of the republican party"
- "The nub of the story"
- synonym:
- kernel ,
- substance ,
- core ,
- center ,
- centre ,
- essence ,
- gist ,
- heart ,
- heart and soul ,
- inwardness ,
- marrow ,
- meat ,
- nub ,
- pith ,
- sum ,
- nitty-gritty
5. Το πιο επιλεκτικό ή το πιο ουσιαστικό ή πιο ζωτικό μέρος κάποιας ιδέας ή εμπειρίας
- "Η ουσία του επιχειρήματος του εισαγγελέα"
- "Η καρδιά και η ψυχή του ρεπουμπλικανικού κόμματος"
- "Η καρδιά της ιστορίας"
- συνώνυμο:
- πυρήνας ,
- ουσία ,
- κέντρο ,
- αναβολή ,
- καρδιά ,
- καρδιά και ψυχή ,
- εσωτερικότητα ,
- μυελός ,
- κρέας ,
- νουμπ ,
- πιθ ,
- ποσό ,
- νιττ-κριτό
6. An inclination or tendency of a certain kind
- "He had a change of heart"
- synonym:
- heart ,
- spirit
6. Μια κλίση ή τάση ενός συγκεκριμένου είδους
- "Είχε αλλαγή καρδιάς"
- συνώνυμο:
- καρδιά ,
- πνεύμα
7. A plane figure with rounded sides curving inward at the top and intersecting at the bottom
- Conventionally used on playing cards and valentines
- "He drew a heart and called it a valentine"
- synonym:
- heart
7. Ένα σχήμα αεροπλάνου με στρογγυλεμένες πλευρές που καμπυλώνουν προς τα μέσα στην κορυφή και διασταυρώνονται στο κάτω μέρος
- Συμβατικά χρησιμοποιείται σε κάρτες παιχνιδιού και βαλεντίνες
- "Σχεδίασε μια καρδιά και την αποκάλεσε βαλεντίνο"
- συνώνυμο:
- καρδιά
8. A firm rather dry variety meat (usually beef or veal)
- "A five-pound beef heart will serve six"
- synonym:
- heart
8. Μια σταθερή μάλλον ξηρή ποικιλία κρέατος (συνήθως βοδινό ή βααλ)
- "Μια καρδιά βοδινού κρέατος πέντε λιβρών θα σερβίρει έξι"
- συνώνυμο:
- καρδιά
9. A positive feeling of liking
- "He had trouble expressing the affection he felt"
- "The child won everyone's heart"
- "The warmness of his welcome made us feel right at home"
- synonym:
- affection ,
- affectionateness ,
- fondness ,
- tenderness ,
- heart ,
- warmness ,
- warmheartedness ,
- philia
9. Ένα θετικό συναίσθημα της αρεσκείας
- "Είχε πρόβλημα να εκφράσει την αγάπη που ένιωθε"
- "Το παιδί κέρδισε την καρδιά όλων"
- "Η ζεστασιά του καλωσορίσματος μας έκανε να νιώσουμε σαν στο σπίτι μας"
- συνώνυμο:
- στοργή ,
- αγάπη ,
- τρυφερότητα ,
- καρδιά ,
- ζεστασιά ,
- φίλια
10. A playing card in the major suit that has one or more red hearts on it
- "He led the queen of hearts"
- "Hearts were trumps"
- synonym:
- heart
10. Μια κάρτα παιχνιδιού στο κύριο κοστούμι που έχει μία ή περισσότερες κόκκινες καρδιές σε αυτό
- "Καθοδηγούσε τη βασίλισσα των καρδιών"
- "Οι καρδιές ήταν παρωτίτιδες"
- συνώνυμο:
- καρδιά