Translation meaning & definition of the word "hearse" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αραιός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hearse
[Ακούω]/hərs/
noun
1. A vehicle for carrying a coffin to a church or a cemetery
- Formerly drawn by horses but now usually a motor vehicle
- synonym:
- hearse
1. Όχημα για τη μεταφορά φέρετρου σε εκκλησία ή νεκροταφείο
- Παλαιότερα τραβηγμένο από άλογα, αλλά τώρα συνήθως ένα μηχανοκίνητο όχημα
- συνώνυμο:
- εστίεσ