Translation meaning & definition of the word "hearing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακρόαση" στην ελληνική γλώσσα
Hearing
[Ακουστική]noun
1. (law) a proceeding (usually by a court) where evidence is taken for the purpose of determining an issue of fact and reaching a decision based on that evidence
- synonym:
- hearing
1. (νυ) διαδικασία (συνήθως από δικαστήριο) όπου λαμβάνονται αποδεικτικά στοιχεία για τον προσδιορισμό ενός γεγονότος και τη λήψη απόφασης
- συνώνυμο:
- ακρόαση
2. An opportunity to state your case and be heard
- "They condemned him without a hearing"
- "He saw that he had lost his audience"
- synonym:
- hearing ,
- audience
2. Ευκαιρία να αναφέρετε την υπόθεσή σας και να ακουστείτε
- "Τον καταδίκασαν χωρίς ακρόαση"
- "Είδε ότι είχε χάσει το κοινό του"
- συνώνυμο:
- ακρόαση ,
- κοινό
3. The range within which a voice can be heard
- "The children were told to stay within earshot"
- synonym:
- earshot ,
- earreach ,
- hearing
3. Το εύρος μέσα στο οποίο μπορεί να ακουστεί μια φωνή
- "Τα παιδιά είπαν να μείνουν μέσα στο αυτί"
- συνώνυμο:
- ακουστικό ,
- ακουστικόσ ,
- ακρόαση
4. The act of hearing attentively
- "You can learn a lot by just listening"
- "They make good music--you should give them a hearing"
- synonym:
- listening ,
- hearing
4. Η πράξη της ακοής προσεκτικά
- "Μπορείτε να μάθετε πολλά ακούγοντας απλά"
- "Κάνουν καλή μουσική - πρέπει να τους δώσετε μια ακρόαση"
- συνώνυμο:
- ακούω ,
- ακρόαση
5. A session (of a committee or grand jury) in which witnesses are called and testimony is taken
- "The investigative committee will hold hearings in chicago"
- synonym:
- hearing
5. Συνεδρίαση ( μιας επιτροπής ή μιας μεγάλης κριτικής επιτροπής) στην οποία καλούνται μάρτυρες και λαμβάνονται μαρτυρίες
- "Η ερευνητική επιτροπή θα πραγματοποιήσει ακροάσεις στο σικάγο"
- συνώνυμο:
- ακρόαση
6. The ability to hear
- The auditory faculty
- "His hearing was impaired"
- synonym:
- hearing ,
- audition ,
- auditory sense ,
- sense of hearing ,
- auditory modality
6. Η ικανότητα να ακούει
- Η ακουστική σχολή
- "Η ακοή του ήταν εξασθενημένη"
- συνώνυμο:
- ακρόαση ,
- ακουστική αίσθηση ,
- αίσθηση ακοής ,
- ακουστική τροπικότητα
adjective
1. Able to perceive sound
- synonym:
- hearing(a)
1. Ικανός να αντιλαμβάνεται τον ήχο
- συνώνυμο:
- ακου(α)