Translation meaning & definition of the word "heaps" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωροί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Heaps
[Σταυρώνει]/hips/
noun
1. A large number or amount
- "Made lots of new friends"
- "She amassed stacks of newspapers"
- synonym:
- tons ,
- dozens ,
- heaps ,
- lots ,
- piles ,
- scores ,
- stacks ,
- loads ,
- rafts ,
- slews ,
- wads ,
- oodles ,
- gobs ,
- scads ,
- lashings
1. Μεγάλος αριθμός ή ποσό
- "Κατασκεύασα πολλούς νέους φίλους"
- "Συγκέντρωσε στοίβες εφημερίδων"
- συνώνυμο:
- τόνοι ,
- δεκάδες ,
- σωρόσ ,
- πολλά ,
- σωρούς ,
- βαθμολογία ,
- στοίβεσ ,
- φορτία ,
- σχεδίεσ ,
- λαγνεία ,
- παλαμάκια ,
- ωδικά ,
- πηγαίνει ,
- τακτοποιεί ,
- ελαφρόπετρα
adverb
1. Very much
- "Thanks heaps"
- synonym:
- heaps
1. Πάρα πολύ
- "Σωματεία ευχαριστώ"
- συνώνυμο:
- σωρόσ