Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "heap" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σωρός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Heap

[Σταυρώνω]
/hip/

noun

1. A collection of objects laid on top of each other

    synonym:
  • pile
  • ,
  • heap
  • ,
  • mound
  • ,
  • agglomerate
  • ,
  • cumulation
  • ,
  • cumulus

1. Μια συλλογή από αντικείμενα τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο

    συνώνυμο:
  • σωρός
  • ,
  • ανάχωμα
  • ,
  • συσσωματώ
  • ,
  • σώρευση
  • ,
  • συμπύκνωμα

2. (often followed by `of') a large number or amount or extent

  • "A batch of letters"
  • "A deal of trouble"
  • "A lot of money"
  • "He made a mint on the stock market"
  • "See the rest of the winners in our huge passel of photos"
  • "It must have cost plenty"
  • "A slew of journalists"
  • "A wad of money"
    synonym:
  • batch
  • ,
  • deal
  • ,
  • flock
  • ,
  • good deal
  • ,
  • great deal
  • ,
  • hatful
  • ,
  • heap
  • ,
  • lot
  • ,
  • mass
  • ,
  • mess
  • ,
  • mickle
  • ,
  • mint
  • ,
  • mountain
  • ,
  • muckle
  • ,
  • passel
  • ,
  • peck
  • ,
  • pile
  • ,
  • plenty
  • ,
  • pot
  • ,
  • quite a little
  • ,
  • raft
  • ,
  • sight
  • ,
  • slew
  • ,
  • spate
  • ,
  • stack
  • ,
  • tidy sum
  • ,
  • wad

2. (συχνά ακολουθείται από ``του ') ένας μεγάλος αριθμός ή ποσό ή έκταση

  • "Μια παρτίδα γραμμάτων"
  • "Μια συγκυρία"
  • "Πολλά χρήματα"
  • "Έφτιαξε μια μέντα στο χρηματιστήριο"
  • "Δείτε τους υπόλοιπους νικητές στο τεράστιο πάσσαλ φωτογραφιών μας"
  • "Πρέπει να κοστίζει πολύ"
  • "Πλήθος δημοσιογράφων"
  • "Ένα ποσό χρημάτων"
    συνώνυμο:
  • παρτίδα
  • ,
  • συμφωνία
  • ,
  • κοπάδι
  • ,
  • καλή συμφωνία
  • ,
  • πολύ
  • ,
  • ευχάριστοσ
  • ,
  • σωρός
  • ,
  • μάζα
  • ,
  • χάος
  • ,
  • ανακατώνω
  • ,
  • μέντα
  • ,
  • βουνό
  • ,
  • λασπώνω
  • ,
  • πάσσελ
  • ,
  • πεκ
  • ,
  • πολλά
  • ,
  • δοχείο
  • ,
  • αρκετά λίγο
  • ,
  • σχεδία
  • ,
  • θέαμα
  • ,
  • λεπτόσ
  • ,
  • επικάλυψη
  • ,
  • στοίβα
  • ,
  • τακτοποιημένο άθροισμα
  • ,
  • βατ

3. A car that is old and unreliable

  • "The fenders had fallen off that old bus"
    synonym:
  • bus
  • ,
  • jalopy
  • ,
  • heap

3. Ένα αυτοκίνητο που είναι παλιό και αναξιόπιστο

  • "Τα φτερά είχαν πέσει από αυτό το παλιό λεωφορείο"
    συνώνυμο:
  • λεωφορείο
  • ,
  • ζαλοπούλι
  • ,
  • σωρός

verb

1. Bestow in large quantities

  • "He heaped him with work"
  • "She heaped scorn upon him"
    synonym:
  • heap

1. Παραχωρείται σε μεγάλες ποσότητες

  • "Τον περιποίησε με τη δουλειά"
  • "Τον περιφρονούσε πάνω του"
    συνώνυμο:
  • σωρός

2. Arrange in stacks

  • "Heap firewood around the fireplace"
  • "Stack your books up on the shelves"
    synonym:
  • stack
  • ,
  • pile
  • ,
  • heap

2. Τακτοποιώ σε στοίβες

  • "Σωρός καυσόξυλα γύρω από το τζάκι"
  • "Στοίβαξε τα βιβλία σου στα ράφια"
    συνώνυμο:
  • στοίβα
  • ,
  • σωρός

3. Fill to overflow

  • "Heap the platter with potatoes"
    synonym:
  • heap

3. Γεμίστε το

  • "Βράστε την πιατέλα με πατάτες"
    συνώνυμο:
  • σωρός

Examples of using

Get rid of that heap of old newspapers.
Ξεφορτωθείτε αυτό το σωρό από παλιές εφημερίδες.
Get rid of that heap of old newspapers.
Ξεφορτωθείτε αυτό το σωρό από παλιές εφημερίδες.