Translation meaning & definition of the word "healing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θεραπεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Healing
[Θεραπεία]/hilɪŋ/
noun
1. The natural process by which the body repairs itself
- synonym:
- healing
1. Η φυσική διαδικασία με την οποία το σώμα επισκευάζεται
- συνώνυμο:
- θεραπεία
adjective
1. Tending to cure or restore to health
- "Curative powers of herbal remedies"
- "Her gentle healing hand"
- "Remedial surgery"
- "A sanative environment of mountains and fresh air"
- "A therapeutic agent"
- "Therapeutic diets"
- synonym:
- curative ,
- healing(p) ,
- alterative ,
- remedial ,
- sanative ,
- therapeutic
1. Τείνουν να θεραπεύσουν ή να αποκαταστήσουν την υγεία
- "Θεραπευτικές δυνάμεις των φυτικών θεραπειών"
- "Το απαλό θεραπευτικό χέρι της"
- "Θεραπευτική χειρουργική"
- "Ένα υγιεινό περιβάλλον βουνών και καθαρού αέρα"
- "Θεραπευτικός παράγοντας"
- "Θεραπευτικές δίαιτες"
- συνώνυμο:
- θεραπευτικόσ ,
- θεραπευτικό() ,
- μεταβαλλόμενη ,
- επανορθωτικόσ ,
- υγιεινόσ
Examples of using
Hello, son. I trust you're healing well.
Γεια σας, γιος. Πιστεύω ότι θεραπεύεις καλά.