Translation meaning & definition of the word "healer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θεραπευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Healer
[Θεραπευτήσ]/hilər/
noun
1. A person skilled in a particular type of therapy
- synonym:
- therapist ,
- healer
1. Ένα άτομο ειδικευμένο σε ένα συγκεκριμένο τύπο θεραπείας
- συνώνυμο:
- θεραπευτής ,
- θεραπευτήσ
Examples of using
An experienced healer can lift curses and dispel evil eyes.
Ένας έμπειρος θεραπευτής μπορεί να σηκώσει κατάρες και να διαλύσει τα κακά μάτια.
Time is the great healer.
Ο χρόνος είναι ο μεγάλος θεραπευτής.