Translation meaning & definition of the word "headway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κεφαλή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Headway
[Κεφαλή]/hɛdwe/
noun
1. Vertical space available to allow easy passage under something
- synonym:
- headroom ,
- headway ,
- clearance
1. Κάθετος χώρος διαθέσιμος για να επιτρέψει την εύκολη διέλευση κάτω από κάτι
- συνώνυμο:
- αίθουσα ανατροφής ,
- πορεία ,
- εκκαθάριση
2. Forward movement
- "The ship made little headway against the gale"
- synonym:
- headway ,
- head
2. Κίνηση προς τα εμπρός
- "Το πλοίο έκανε μικρή πρόοδο ενάντια στον αγωνιστικό χώρο"
- συνώνυμο:
- πορεία ,
- κεφαλή