Translation meaning & definition of the word "headstrong" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ισχυρό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Headstrong
[Σκληρόσ]/hɛdstrɔŋ/
adjective
1. Habitually disposed to disobedience and opposition
- synonym:
- froward ,
- headstrong ,
- self-willed ,
- willful ,
- wilful
1. Συνήθως πεταγμένος στην ανυπακοή και την αντιπολίτευση
- συνώνυμο:
- φράουερ ,
- αντικειμενικόσ ,
- αυτοεπιβαρυμένος ,
- εσκεμμένοσ ,
- επιεικής
Examples of using
Tom's headstrong.
Το κεφάλι του Τομ.
Tom's headstrong.
Το κεφάλι του Τομ.
Tom's headstrong.
Το κεφάλι του Τομ.