Translation meaning & definition of the word "headlong" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μακρύ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Headlong
[Μετωπικόσ]/hɛdlɔŋ/
adjective
1. Excessively quick
- "Made a hasty exit"
- "A headlong rush to sell"
- synonym:
- hasty ,
- headlong
1. Υπερβολικά γρήγορα
- "Κάναμε μια βιαστική έξοδο"
- "Μια βιασύνη για πώληση"
- συνώνυμο:
- βιαστικός ,
- προβληματικόσ
2. With the head foremost
- "A headfirst plunge down the stairs"
- "A headlong dive into the pool"
- synonym:
- headfirst ,
- headlong
2. Με το κεφάλι πρώτα
- "Μια πρώτη βουτιά κάτω από τις σκάλες"
- "Μια μακριά βουτιά στην πισίνα"
- συνώνυμο:
- πρώτοσ ,
- προβληματικόσ
adverb
1. With the head foremost
- "The runner slid headlong into third base"
- synonym:
- headlong ,
- headfirst
1. Με το κεφάλι πρώτα
- "Ο δρομέας γλίστρησε μακριά στην τρίτη βάση"
- συνώνυμο:
- προβληματικόσ ,
- πρώτοσ
2. At breakneck speed
- "Burst headlong through the gate"
- synonym:
- headlong ,
- precipitately
2. Με ταχύτητα παραβίασης
- "Κατευθυνθείτε προς τα πάνω μέσα από την πύλη"
- συνώνυμο:
- προβληματικόσ ,
- απόκρημνα
3. In a hasty and foolhardy manner
- "He fell headlong in love with his cousin"
- synonym:
- headlong ,
- rashly
3. Με βιαστικό και ανόητο τρόπο
- "Έπεσε ερωτευμένος με τον ξάδελφό του"
- συνώνυμο:
- προβληματικόσ ,
- εξανθήματα
Examples of using
The car went out of control and pitched headlong into the river.
Το αυτοκίνητο βγήκε εκτός ελέγχου και έπεσε από το κεφάλι στο ποτάμι.