Translation meaning & definition of the word "headlight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προβολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Headlight
[Προβολέασ]/hɛdlaɪt/
noun
1. A powerful light with reflector
- Attached to the front of an automobile or locomotive
- synonym:
- headlight ,
- headlamp
1. Ένα ισχυρό φως με ανακλαστήρα
- Συνδεδεμένος με το μπροστινό μέρος ενός αυτοκινήτου ή μιας ατμομηχανής
- συνώνυμο:
- προβολέασ ,
- προβολέας