Translation meaning & definition of the word "headless" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ακέφαλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Headless
[Ακέφαλοσ]/hɛdləs/
adjective
1. Not having a head or formed without a head
- "The headless horseman"
- "Brads are headless nails"
- synonym:
- headless
1. Δεν έχει κεφάλι ή σχηματίζεται χωρίς κεφάλι
- "Ο ακέφαλος ιππέας"
- "Οι γενναίοι είναι ακέφαλα νύχια"
- συνώνυμο:
- ακέφαλοσ
2. Not using intelligence
- synonym:
- brainless ,
- headless
2. Δεν χρησιμοποιεί τη νοημοσύνη
- συνώνυμο:
- ανώδυνοσ ,
- ακέφαλοσ