Translation meaning & definition of the word "headache" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πονοκέφαλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Headache
[Πονοκέφαλος]/hɛdek/
noun
1. Something or someone that causes anxiety
- A source of unhappiness
- "New york traffic is a constant concern"
- "It's a major worry"
- synonym:
- concern ,
- worry ,
- headache ,
- vexation
1. Κάτι ή κάποιος που προκαλεί άγχος
- Πηγή δυστυχίας
- "Η κυκλοφορία στη νέα υόρκη είναι μια συνεχής ανησυχία"
- "Είναι μεγάλη ανησυχία"
- συνώνυμο:
- ανησυχία ,
- πονοκέφαλος ,
- ενόχληση
2. Pain in the head caused by dilation of cerebral arteries or muscle contractions or a reaction to drugs
- synonym:
- headache ,
- head ache ,
- cephalalgia
2. Πόνος στο κεφάλι που προκαλείται από διαστολή εγκεφαλικών αρτηριών ή μυϊκών συσπάσεων ή αντίδραση σε φάρμακα
- συνώνυμο:
- πονοκέφαλος ,
- πόνος στο κεφάλι ,
- κεφαλαλγία
Examples of using
Is your headache gone?
Έχει φύγει ο πονοκέφαλος?
I woke up with a headache.
Ξύπνησα με πονοκέφαλο.
Tom left work early, complaining of a headache.
Ο Τομ έφυγε από τη δουλειά νωρίς, παραπονούμενος για πονοκέφαλο.