Translation meaning & definition of the word "hazy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επικίνδυνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hazy
[Χέιζι]/hezi/
adjective
1. Filled or abounding with fog or mist
- "A brumous october morning"
- synonym:
- brumous ,
- foggy ,
- hazy ,
- misty
1. Γεμάτο ή αφθονία με ομίχλη ή ομίχλη
- "Ένα απαίσιο πρωινό του οκτώβρη"
- συνώνυμο:
- αφρώδησ ,
- ομιχλώδης ,
- θολόσ
2. Indistinct or hazy in outline
- "A landscape of blurred outlines"
- "The trees were just blurry shapes"
- synonym:
- bleary ,
- blurred ,
- blurry ,
- foggy ,
- fuzzy ,
- hazy ,
- muzzy
2. Δυσδιάκριτο ή θολό στο περίγραμμα
- "Ένα τοπίο θολών περιγραμμάτων"
- "Τα δέντρα ήταν απλά θολά σχήματα"
- συνώνυμο:
- λευκαντικόσ ,
- θολόσ ,
- ομιχλώδης ,
- ασαφής ,
- μουτζουρωμένοσ