Translation meaning & definition of the word "hazel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "επικίνδυνο" στην ελληνική γλώσσα
Hazel
[Χέιζελ]noun
1. Australian tree grown especially for ornament and its fine-grained wood and bearing edible nuts
- synonym:
- hazel ,
- hazel tree ,
- Pomaderris apetala
1. Αυστραλιανό δέντρο που καλλιεργείται ειδικά για στολίδι και το λεπτόκοκκο ξύλο και φέρει βρώσιμα καρύδια
- συνώνυμο:
- φουντούκι ,
- Πομαντερίς απετάλα
2. The fine-grained wood of a hazelnut tree (genus corylus) and the hazel tree (australian genus pomaderris)
- synonym:
- hazel
2. Το λεπτόκοκκο ξύλο ενός δέντρου φουντουκιού (γενός κορυλου) και το φουντούκι (αυστραλιανό γένος πομαντερρυ)
- συνώνυμο:
- φουντούκι
3. Any of several shrubs or small trees of the genus corylus bearing edible nuts enclosed in a leafy husk
- synonym:
- hazelnut ,
- hazel ,
- hazelnut tree
3. Οποιοσδήποτε από τους πολλούς θάμνους ή μικρά δέντρα του γένους κόρυλος που φέρει βρώσιμους ξηρούς καρπούς περικλεισμένους σε ένα φυλλώδες φλοιό
- συνώνυμο:
- φουντούκι
4. A shade of brown that is yellowish or reddish
- It is a greenish shade of brown when used to describe the color of someone's eyes
- synonym:
- hazel
4. Μια απόχρωση του καφέ που είναι κιτρινωπή ή κοκκινωπή
- Είναι μια πρασινωπή απόχρωση του καφέ όταν χρησιμοποιείται για να περιγράψει το χρώμα των ματιών κάποιου
- συνώνυμο:
- φουντούκι
adjective
1. Of a light brown or yellowish brown color
- synonym:
- hazel
1. Από ανοιχτό καφέ ή κιτρινωπό καφέ χρώμα
- συνώνυμο:
- φουντούκι