Translation meaning & definition of the word "haze" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λαβύρινθος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Haze
[Λαβύρινθος]/hez/
noun
1. Atmospheric moisture or dust or smoke that causes reduced visibility
- synonym:
- haze
1. Ατμοσφαιρική υγρασία ή σκόνη ή καπνός που προκαλεί μειωμένη ορατότητα
- συνώνυμο:
- αχαβί
2. Confusion characterized by lack of clarity
- synonym:
- daze ,
- fog ,
- haze
2. Σύγχυση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σαφήνειας
- συνώνυμο:
- παίζω ,
- ομίχλη ,
- αχαβί
verb
1. Become hazy, dull, or cloudy
- synonym:
- haze
1. Γίνετε θολοί, θαμποί ή συννεφιασμένοι
- συνώνυμο:
- αχαβί
2. Harass by imposing humiliating or painful tasks, as in military institutions
- synonym:
- haze
2. Παρενόχληση με την επιβολή ταπεινωτικών ή επώδυνων καθηκόντων, όπως στους στρατιωτικούς θεσμούς
- συνώνυμο:
- αχαβί
Examples of using
The haze enveloped London.
Η ομίχλη περιέβαλε το Λονδίνο.