Translation meaning & definition of the word "hazardous" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επικίνδυνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hazardous
[Επικίνδυνος]/hæzərdəs/
adjective
1. Involving risk or danger
- "Skydiving is a hazardous sport"
- "Extremely risky going out in the tide and fog"
- "A wild financial scheme"
- synonym:
- hazardous ,
- risky ,
- wild
1. Περιλαμβάνει κίνδυνο ή κίνδυνο
- "Η αποτρίχωση είναι ένα επικίνδυνο άθλημα"
- "Εξαιρετικά επικίνδυνο να βγαίνει στην παλίρροια και την ομίχλη"
- "Ένα άγριο χρηματοπιστωτικό σύστημα"
- συνώνυμο:
- επικίνδυνος ,
- άγριος
Examples of using
Too much drinking may be hazardous to your health.
Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ μπορεί να είναι επικίνδυνη για την υγεία.