Translation meaning & definition of the word "hawking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "βασιλιάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hawking
[Χιούκινγκ]/hɔkɪŋ/
noun
1. English theoretical physicist (born in 1942)
- synonym:
- Hawking ,
- Stephen Hawking ,
- Stephen William Hawking
1. Άγγλος θεωρητικός φυσικός (γννήθηκε το 1942)
- συνώνυμο:
- Χιούκινγκ ,
- Στίβεν Χόκινγκ ,
- Ο Στίβεν Γουίλιαμ Χόκινγκ
2. The act of selling goods for a living
- synonym:
- vending ,
- peddling ,
- hawking ,
- vendition
2. Η πράξη πώλησης αγαθών για τη ζωή
- συνώνυμο:
- πώληση ,
- πετάλι ,
- περιποίηση