Translation meaning & definition of the word "hawk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεράκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hawk
[Χοκ]/hɔk/
noun
1. Diurnal bird of prey typically having short rounded wings and a long tail
- synonym:
- hawk
1. Το ημερήσιο πουλί της λείας συνήθως έχει κοντά στρογγυλεμένα φτερά και μια μακριά ουρά
- συνώνυμο:
- γεράκι
2. An advocate of an aggressive policy on foreign relations
- synonym:
- hawk ,
- war hawk
2. Υποστηρικτής μιας επιθετικής πολιτικής στις εξωτερικές σχέσεις
- συνώνυμο:
- γεράκι ,
- γεράκι πολέμου
3. A square board with a handle underneath
- Used by masons to hold or carry mortar
- synonym:
- mortarboard ,
- hawk
3. Ένα τετράγωνο σκάφος με μια λαβή από κάτω
- Χρησιμοποιημένος από τους τέκτονες για να κρατήσει ή να μεταφέρει το κονίαμα
- συνώνυμο:
- πίνακας κονιάματος ,
- γεράκι
verb
1. Sell or offer for sale from place to place
- synonym:
- peddle ,
- monger ,
- huckster ,
- hawk ,
- vend ,
- pitch
1. Πώληση ή προσφορά προς πώληση από τόπο σε τόπο
- συνώνυμο:
- πετάω ,
- μάγκερ ,
- παπαγάλοσ ,
- γεράκι ,
- προμηθευτής ,
- πίσσα
2. Hunt with hawks
- "The tribes like to hawk in the desert"
- synonym:
- hawk
2. Κυνήγι με γεράκια
- "Στις φυλές αρέσει να γεύονται στην έρημο"
- συνώνυμο:
- γεράκι
3. Clear mucus or food from one's throat
- "He cleared his throat before he started to speak"
- synonym:
- clear the throat ,
- hawk
3. Καθαρή βλέννα ή τροφή από το λαιμό κάποιου
- "Καθάρισε το λαιμό του πριν αρχίσει να μιλάει"
- συνώνυμο:
- καθαρίστε το λαιμό ,
- γεράκι
Examples of using
An arrow passed through the hawk.
Ένα βέλος πέρασε από το γεράκι.