Translation meaning & definition of the word "have" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "έχει" στην ελληνική γλώσσα
Have
[Έχω]noun
1. A person who possesses great material wealth
- synonym:
- rich person ,
- wealthy person ,
- have
1. Ένας άνθρωπος που κατέχει μεγάλο υλικό πλούτο
- συνώνυμο:
- πλούσιος άνθρωπος ,
- έχω
verb
1. Have or possess, either in a concrete or an abstract sense
- "She has $1,000 in the bank"
- "He has got two beautiful daughters"
- "She holds a master's degree from harvard"
- synonym:
- have ,
- have got ,
- hold
1. Έχετε ή κατέχετε, είτε με συγκεκριμένη είτε με αφηρημένη έννοια
- "Έχει $1.000 στην τράπεζα"
- "Έχει δύο όμορφες κόρες"
- "Κατέχει μεταπτυχιακό δίπλωμα από το χάρβαρντ"
- συνώνυμο:
- έχω ,
- κρατώ
2. Have as a feature
- "This restaurant features the most famous chefs in france"
- synonym:
- have ,
- feature
2. Έχω ως χαρακτηριστικό
- "Αυτό το εστιατόριο διαθέτει τους πιο διάσημους σεφ στη γαλλία"
- συνώνυμο:
- έχω ,
- χαρακτηριστικό
3. Go through (mental or physical states or experiences)
- "Get an idea"
- "Experience vertigo"
- "Get nauseous"
- "Receive injuries"
- "Have a feeling"
- synonym:
- experience ,
- receive ,
- have ,
- get
3. Πηγαίνετε μέσω (-μυστικές ή φυσικές καταστάσεις ή εμπειρίες)
- "Πάρε μια ιδέα"
- "Ίλιγγος εμπειρίας"
- "Πάρτε ναυτία"
- "Λήψη τραυματισμών"
- "Έχετε ένα συναίσθημα"
- συνώνυμο:
- εμπειρία ,
- λαμβάνω ,
- έχω ,
- παίρνω
4. Have ownership or possession of
- "He owns three houses in florida"
- "How many cars does she have?"
- synonym:
- own ,
- have ,
- possess
4. Έχετε ιδιοκτησία ή κατοχή
- "Έχει τρία σπίτια στη φλόριντα"
- "Τι αυτοκίνητα έχει?"
- συνώνυμο:
- δικός ,
- έχω ,
- κατέχω
5. Cause to move
- Cause to be in a certain position or condition
- "He got his squad on the ball"
- "This let me in for a big surprise"
- "He got a girl into trouble"
- synonym:
- get ,
- let ,
- have
5. Αιτία να κινηθεί
- Αιτία να είναι σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση
- "Έβαλε την ομάδα του στην μπάλα"
- "Αυτό με άφησε να περάσω μια μεγάλη έκπληξη"
- "Έβαλε ένα κορίτσι σε μπελάδες"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- αφήστε ,
- έχω
6. Serve oneself to, or consume regularly
- "Have another bowl of chicken soup!"
- "I don't take sugar in my coffee"
- synonym:
- consume ,
- ingest ,
- take in ,
- take ,
- have
6. Σερβίρετε τον εαυτό σας ή καταναλώνετε τακτικά
- "Έχετε ένα άλλο μπολ με σούπα κοτόπουλου!"
- "Δεν παίρνω ζάχαρη στον καφέ μου"
- συνώνυμο:
- καταναλώνω ,
- παίρνω ,
- έχω
7. Have a personal or business relationship with someone
- "Have a postdoc"
- "Have an assistant"
- "Have a lover"
- synonym:
- have
7. Να έχετε προσωπική ή επαγγελματική σχέση με κάποιον
- "Έχετε ένα μεταδιδακτορικό"
- "Έχεις βοηθό"
- "Έχετε έναν εραστή"
- συνώνυμο:
- έχω
8. Organize or be responsible for
- "Hold a reception"
- "Have, throw, or make a party"
- "Give a course"
- synonym:
- hold ,
- throw ,
- have ,
- make ,
- give
8. Οργανώστε ή να είστε υπεύθυνοι για
- "Κρατήστε μια δεξίωση"
- "Να έχετε, να ρίξετε ή να κάνετε ένα πάρτι"
- "Δώστε ένα μάθημα"
- συνώνυμο:
- κρατώ ,
- ρίχνω ,
- έχω ,
- βγάζω ,
- δίνω
9. Have left
- "I have two years left"
- "I don't have any money left"
- "They have two more years before they retire"
- synonym:
- have
9. Έχω φύγει
- "Έχω απομείνει δύο χρόνια"
- "Δεν έχω λεφτά ακόμα"
- "Έχουν ακόμη δύο χρόνια πριν αποσυρθούν"
- συνώνυμο:
- έχω
10. Be confronted with
- "What do we have here?"
- "Now we have a fine mess"
- synonym:
- have
10. Αντιμετωπίζω
- "Τι έχουμε εδώ?"
- "Τώρα έχουμε ένα ωραίο χάος"
- συνώνυμο:
- έχω
11. Undergo
- "The stocks had a fast run-up"
- synonym:
- have ,
- experience
11. Υποβάλλομαι
- "Τα αποθέματα είχαν ταχεία επανάληψη"
- συνώνυμο:
- έχω ,
- εμπειρία
12. Suffer from
- Be ill with
- "She has arthritis"
- synonym:
- have
12. Υποφέρω
- Αρρωσταίνω
- "Έχει αρθρίτιδα"
- συνώνυμο:
- έχω
13. Cause to do
- Cause to act in a specified manner
- "The ads induced me to buy a vcr"
- "My children finally got me to buy a computer"
- "My wife made me buy a new sofa"
- synonym:
- induce ,
- stimulate ,
- cause ,
- have ,
- get ,
- make
13. Επιτάσσω
- Αιτία να ενεργεί με συγκεκριμένο τρόπο
- "Οι διαφημίσεις με προκάλεσαν να αγοράσω ένα εσπ"
- "Τα παιδιά μου τελικά με έκαναν να αγοράσω έναν υπολογιστή"
- "Η γυναίκα μου με έκανε να αγοράσω έναν καναπέ"
- συνώνυμο:
- προκαλώ ,
- τονώνω ,
- αιτία ,
- έχω ,
- παίρνω ,
- βγάζω
14. Receive willingly something given or offered
- "The only girl who would have him was the miller's daughter"
- "I won't have this dog in my house!"
- "Please accept my present"
- synonym:
- accept ,
- take ,
- have
14. Λάβετε πρόθυμα κάτι που δίνεται ή προσφέρεται
- "Το μόνο κορίτσι που θα τον αποκτούσε ήταν η κόρη του μυλωνά"
- "Δεν θα έχω αυτό το σκυλί στο σπίτι μου!"
- "Σε παρακαλώ δεχθείς το δώρο μου"
- συνώνυμο:
- αποδέχομαι ,
- παίρνω ,
- έχω
15. Get something
- Come into possession of
- "Receive payment"
- "Receive a gift"
- "Receive letters from the front"
- synonym:
- receive ,
- have
15. Πάρε κάτι
- Ελάτε στην κατοχή
- "Λήψη πληρωμής"
- "Λάβετε ένα δώρο"
- "Λήψη γραμμάτων από το μέτωπο"
- συνώνυμο:
- λαμβάνω ,
- έχω
16. Undergo (as of injuries and illnesses)
- "She suffered a fracture in the accident"
- "He had an insulin shock after eating three candy bars"
- "She got a bruise on her leg"
- "He got his arm broken in the scuffle"
- synonym:
- suffer ,
- sustain ,
- have ,
- get
16. Υποβάλλονται σε (α τραυματισμών και ασθενειών)
- "Υπέστη κάταγμα στο ατύχημα"
- "Είχε ένα σοκ ινσουλίνης αφού έφαγε τρεις μπάρες καραμέλας"
- "Έχει ένα μώλωπας στο πόδι της"
- "Έχει το χέρι του σπασμένο στο ανακάτεμα"
- συνώνυμο:
- υποφέρω ,
- συντηρώ ,
- έχω ,
- παίρνω
17. Achieve a point or goal
- "Nicklaus had a 70"
- "The brazilian team got 4 goals"
- "She made 29 points that day"
- synonym:
- have ,
- get ,
- make
17. Επίτευξη ενός σημείου ή στόχου
- "Ο νικλάους είχε 70"
- "Η βραζιλιάνικη ομάδα πήρε 4 γκολ"
- "Έβαλε 29 πόντους εκείνη την ημέρα"
- συνώνυμο:
- έχω ,
- παίρνω ,
- βγάζω
18. Cause to be born
- "My wife had twins yesterday!"
- synonym:
- give birth ,
- deliver ,
- bear ,
- birth ,
- have
18. Αιτία να γεννηθεί
- "Η γυναίκα μου είχε δίδυμα χθες!"
- συνώνυμο:
- γεννώ ,
- παραδίδω ,
- αρκούδα ,
- γέννηση ,
- έχω
19. Have sex with
- Archaic use
- "He had taken this woman when she was most vulnerable"
- synonym:
- take ,
- have
19. Κάνω σεξ με
- Αρχαϊκή χρήση
- "Είχε πάρει αυτή τη γυναίκα όταν ήταν πιο ευάλωτη"
- συνώνυμο:
- παίρνω ,
- έχω