Translation meaning & definition of the word "hausen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αυστρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hausen
[Χάουσεν]/haʊzən/
noun
1. Valuable source of caviar and isinglass
- Found in black and caspian seas
- synonym:
- beluga ,
- hausen ,
- white sturgeon ,
- Acipenser huso
1. Πολύτιμη πηγή χαβιαριού και γυαλιού
- Βρέθηκε σε μαύρες και κασπίες θάλασσες
- συνώνυμο:
- μπελούγκα ,
- χάουζεν ,
- λευκό οξύρρυγχο ,
- Λούσος επιπενδυτή