Translation meaning & definition of the word "haunt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "χλωρίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Haunt
[Στοιχειοθετώ]/hɔnt/
noun
1. A frequently visited place
- synonym:
- haunt ,
- hangout ,
- resort ,
- repair ,
- stamping ground
1. Ένα συχνά επισκέπτεται μέρος
- συνώνυμο:
- στοιχειώνω ,
- παρακαμπτήριο ,
- θέρετρο ,
- επισκευή ,
- σφράγιση του εδάφους
verb
1. Follow stealthily or recur constantly and spontaneously to
- "Her ex-boyfriend stalked her"
- "The ghost of her mother haunted her"
- synonym:
- haunt ,
- stalk
1. Ακολουθήστε μυστικά ή επαναλάβετε συνεχώς και αυθόρμητα
- "Ο πρώην φίλος της την καταδίωξε"
- "Το φάντασμα της μητέρας της την στοίχειωσε"
- συνώνυμο:
- στοιχειώνω ,
- παλαίω
2. Haunt like a ghost
- Pursue
- "Fear of illness haunts her"
- synonym:
- haunt ,
- obsess ,
- ghost
2. Στοιχειώνω σαν φάντασμα
- Ακολουθώ
- "Ο φόβος της ασθένειας την στοιχειώνει"
- συνώνυμο:
- στοιχειώνω ,
- εμμονή ,
- φάντασμα
3. Be a regular or frequent visitor to a certain place
- "She haunts the ballet"
- synonym:
- frequent ,
- haunt
3. Να είστε τακτικός ή συχνός επισκέπτης σε ένα συγκεκριμένο μέρος
- "Στοιχειώνει το μπαλέτο"
- συνώνυμο:
- συχνόσ ,
- στοιχειώνω
Examples of using
Tell me who you haunt, I'll tell you who you are.
Πες μου ποιον στοιχειώνεις, θα σου πω ποιος είσαι.