Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "haul" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αφαίρεση" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Haul

[Χαούλ]
/hɔl/

noun

1. The act of drawing or hauling something

  • "The haul up the hill went very slowly"
    synonym:
  • draw
  • ,
  • haul
  • ,
  • haulage

1. Η πράξη του σχεδίου ή της μεταφοράς κάτι

  • "Η ανάβαση στο λόφο πήγε πολύ αργά"
    συνώνυμο:
  • παίρνω
  • ,
  • μεταφορά

2. The quantity that was caught

  • "The catch was only 10 fish"
    synonym:
  • catch
  • ,
  • haul

2. Η ποσότητα που πιάστηκε

  • "Τα αλιεύματα ήταν μόνο 10 ψάρια"
    συνώνυμο:
  • αλιεύω
  • ,
  • μεταφορά

verb

1. Draw slowly or heavily

  • "Haul stones"
  • "Haul nets"
    synonym:
  • haul
  • ,
  • hale
  • ,
  • cart
  • ,
  • drag

1. Σχεδιάστε αργά ή βαριά

  • "Πέτρες από τα μάτια"
  • "Δίκτυα από αεροπλάνο"
    συνώνυμο:
  • μεταφορά
  • ,
  • αλήτησ
  • ,
  • καλάθι
  • ,
  • σύρω

2. Transport in a vehicle

  • "Haul stones from the quarry in a truck"
  • "Haul vegetables to the market"
    synonym:
  • haul

2. Μεταφορά σε όχημα

  • "Πέτρες από το λατομείο σε ένα φορτηγό"
  • "Αποβάλτε τα λαχανικά στην αγορά"
    συνώνυμο:
  • μεταφορά