Translation meaning & definition of the word "hatter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόσταση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hatter
[Κατακλύζω]/hætər/
noun
1. Someone who makes and sells hats
- synonym:
- hatmaker ,
- hatter ,
- milliner ,
- modiste
1. Κάποιος που φτιάχνει και πουλάει καπέλα
- συνώνυμο:
- απατεώνασ ,
- επιτίθεμαι ,
- χιλιοστό ,
- τρόπιστα