Translation meaning & definition of the word "hateful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μισός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hateful
[Μισητός]/hetfəl/
adjective
1. Evoking or deserving hatred
- "No vice is universally as hateful as ingratitude"- joseph priestly
- synonym:
- hateful
1. Προκαλώντας ή αξίζοντας μίσος
- "Καμία κακία δεν είναι παγκοσμίως τόσο μισητή όσο η αχαριστία" - τζόζεφ ιερεύς
- συνώνυμο:
- μισητός
2. Characterized by malice
- "A hateful thing to do"
- "In a mean mood"
- synonym:
- hateful ,
- mean
2. Χαρακτηρίζεται από κακία
- "Ένα απεχθές πράγμα να κάνεις"
- "Με κακή διάθεση"
- συνώνυμο:
- μισητός ,
- μέσος
Examples of using
Sheesh, that Keiko - she's cute or she's hateful, just can't make her out.
Η Κέικο - είναι χαριτωμένη ή μισητή, απλά δεν μπορεί να την βγάλει.
Sheesh, that Keiko - she's cute or she's hateful, just can't make her out.
Η Κέικο - είναι χαριτωμένη ή μισητή, απλά δεν μπορεί να την βγάλει.