Translation meaning & definition of the word "hate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μισός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hate
[Μίσος]/het/
noun
1. The emotion of intense dislike
- A feeling of dislike so strong that it demands action
- synonym:
- hate ,
- hatred
1. Το συναίσθημα της έντονης αντιπάθειας
- Ένα αίσθημα αντιπάθειας τόσο δυνατό που απαιτεί δράση
- συνώνυμο:
- μισώ ,
- μίσος
verb
1. Dislike intensely
- Feel antipathy or aversion towards
- "I hate mexican food"
- "She detests politicians"
- synonym:
- hate ,
- detest
1. Αντιπαθεί έντονα
- Αισθανθείτε αντιπάθεια ή αποστροφή προς
- "Λατρεύω το μεξικάνικο φαγητό"
- "Απεχθάνεται τους πολιτικούς"
- συνώνυμο:
- μισώ ,
- απεχθάνομαι
Examples of using
I love him, but he thinks I hate him.
Τον αγαπώ, αλλά νομίζει ότι τον μισώ.
I hate being ill.
Μισώ να είμαι άρρωστος.
I hate waiting in line.
Μισώ να περιμένω στη σειρά.