Translation meaning & definition of the word "hatchet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κατάλογος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hatchet
[Καπέλο]/hæʧət/
noun
1. Weapon consisting of a fighting ax
- Used by north american indians
- synonym:
- tomahawk ,
- hatchet
1. Όπλο που αποτελείται από ένα τσεκούρι μάχης
- Χρησιμοποιείται από τους ινδιάνους της βόρειας αμερικής
- συνώνυμο:
- τομαχόβκ ,
- τσεκούρι
2. A small ax with a short handle used with one hand (usually to chop wood)
- synonym:
- hatchet
2. Ένα μικρό τσεκούρι με κοντή λαβή που χρησιμοποιείται με το ένα χέρι (συνήθως για να κόψει ξύλο)
- συνώνυμο:
- τσεκούρι